Κάθε
άνθρωπος από προσωπική ακόμη εμπειρία γνωρίζει ότι πολλές φορές το στρες, στο
σύνολο σχεδόν των διαστάσεων του ανθρώπινου βίου καθίσταται ανασταλτικός
παράγοντας για τις εν γένει δραστηριότητές του. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις
έχει ομολογηθεί ότι το στρες στάθηκε ικανό να διαταράξει την πνευματική
ισορροπία και τη σωματική υγεία των ατόμων, όπως, επίσης, και να απειλήσει την
ψυχική τους γαλήνη (Αντωνίου, 2002).
Ο
διάσημος ενδοκρινολόγος Hans Selye πρώτος επεσήμανε
τη βιολογική πλευρά του στρες και εισήγαγε ουσιαστικά το σχετικό όρο στη διεθνή
επιστημονική βιβλιογραφία, αποκαλώντας το ως «το σύνδρομο του να νιώθεις απλά
άσχημα». Ο Selye (1964, όπως
παρατίθεται στο Αντωνίου, 2002) οδηγήθηκε στη διάκριση αυτή του στρες ως
ξεχωριστή κατάσταση, από την παρατήρησή του ότι εντελώς διαφορετικές μεταξύ
τους ασθένειες παρουσιάζουν μερικά κοινά γνωρίσματα.
Σύμφωνα
με την κλασική πλέον θεωρία των Lazarus & Folkman (1984), μεγάλες
προκλήσεις - πιέσεις του περιβάλλοντος, οι οποίες υπερβαίνουν σε κάποιο βαθμό
τις δυνατότητες ή τις ικανότητες του ατόμου είναι δυνατόν να προκαλέσουν
σοβαρές πηγές στρες. Στο ίδιο πνεύμα, οι Cummings & Cooper (1979), σημειώνουν «Τα άτομα, κατά
το πλείστον, προσπαθούν να διατηρούν τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις σχέσεις
τους με τον κόσμο σε μια σταθερή κατάσταση. Κάθε παράγοντας της συναισθηματικής
και σωματικής κατάστασης ενός ατόμου διαθέτει ένα εύρος σταθερότητας, κατά το
οποίο το συγκεκριμένο άτομο αισθάνεται άνετα. Από την άλλη πλευρά, όταν
εξωτερικές δυνάμεις διαταράσσουν έναν από τους παράγοντες αυτούς πέραν του
εύρους σταθερότητας, το άτομο είναι αναγκασμένο να δραστηριοποιηθεί ή ν’
αντιμετωπίσει την κατάσταση με σκοπό να επανακτήσει την απωλεσθείσα αίσθηση ισορροπίας».
Κατά
συνέπεια, όπως παρατηρείται και στους αναλυτικούς ορισμούς του στρες, ιδιαίτερη
έμφαση δίνεται στη σχέση μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντος. Έτσι, κατά
κανόνα το επίπεδο του προκαλούμενου στρες δεν προσδιορίζεται από το άτομο ή το
περιβάλλον ξεχωριστά, αλλά από το βαθμό αρμονίας της μεταξύ τους σχέσης.
Σύμφωνα με τους ερευνητές το άτομο συμμετέχει σε μια διαδικασία αξιολόγησης
τόσο της προσωπικής του κατάστασης, όσο και των επιμέρους συνθηκών του
περιβάλλοντος του με σκοπό τη διερεύνηση αρμονίας μεταξύ των δύο μερών
(Αντωνίου, 2002).
Ως
προς τη μορφή που απαντάται, το στρες διακρίνεται σε «distress» (δυσλειτουργικό), όταν
προκαλούνται αισθήματα απογοήτευσης, θυμού και ανεπάρκειας που εμποδίζουν το
άτομο να συνεχίσει τη δράση του και «eustress» (παραγωγικό-δημιουργικό), όταν κρατά το άτομο σε
εγρήγορση και το ωθεί σε περαιτέρω κινητοποίηση για την επίτευξη των στόχων του
(McKenna, 1994).
Όπως
παρατίθεται (Αντωνίου, 2001) ο όρος στρεσογόνος παράγοντας αντιπροσωπεύει
εκείνα τα αντικειμενικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά ή γεγονότα που
λειτουργούν ως ερεθίσματα σωματικού ή ψυχολογικού χαρακτήρα και προκαλούν
ένταση στον άνθρωπο. Στρεσογόνοι παράγοντες, είναι δυνατόν να αποδειχθούν
ιδιαίτερα σοβαροί και κατά συνέπεια να έχουν μια σχετικά άμεση και εμφανή
επίδραση στο άτομο, ή αντίθετα τόσο μηδαμινοί, που ενδεχομένως να περάσουν
απαρατήρητοι.
Σχετικά
με τους διαφορετικών τύπων στρεσογόνους παράγοντες, ο πιο συνήθης διαχωρισμός
που αναφέρεται συνήθως στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία, αφορά τέσσερις βασικούς
τύπους: α) οξείς, χρονικά περιορισμένοι (π.χ. μια αναμενόμενη εγχείρηση), β)
χρόνιοι, γ) καθημερινοί στρεσογόνοι παράγοντες και δ) σοβαρές αλλαγές
(καταστροφές). Οι χρόνιοι είναι δυνατόν να διαιρεθούν σε χρόνιους διακοπτόμενους
(π.χ. φιλονικίες με τα πεθερικά) και συνεχείς (π.χ. μόνιμη αναπηρία). Γενικά, ο
διαχωρισμός αυτός βασίζεται σε τέσσερα θεμελιώδη χαρακτηριστικά (καθορισμός
χρόνου εμφάνισης, διάρκειας, συχνότητας και έντασης). Ορισμένοι από τους πλέον
συνήθεις χρόνιους στρεσογόνους παράγοντες είναι η δυσφορία στον εργασιακό χώρο (Αντωνίου, 2001).
To «εργασιακό
στρες» (occupational stress) συνήθως,
βιώνεται όταν ο εργαζόμενος νιώθει ότι δεν
«ταιριάζει» αρκετά με την εργασία ή όταν η εργασία του ενέχει υπευθυνότητα για την ασφάλεια, την
ευημερία ή τη συμπεριφορά των άλλων (Παππά 2006). Αποτελεί σημαντικό συνεργικό
παράγοντα για διάφορα προβλήματα υγείας, όπως για παράδειγμα καρδιαγγειακές
νόσους και ψυχικές διαταραχές (Cooper, 1996).
Βιβλιογραφική Πηγή:
Αναγνωστοπούλου, Θ. (2010). Εργασιακό Στρες και Επαγγελματική Ικανοποίηση Αστυνομικών Υπαλλήλων. Μια πρόταση συμβουλευτικής παρέμβασης. Αθήνα: Μεταπτυχιακή Εργασία στο ΠΜΣ "Συμβουλευτική & Επαγγελματικός Προσανατολισμός"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου